- ἀρτιχάρακτος
- ἀρτιχάρακτοςnewly gravenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτιχάρακτος — ἀρτιχάρακτος, ον (Α) 1. αυτός που μόλις τώρα χαράχτηκε 2. πρόσφατα καλλιεργημένος ή οργωμένος 3. αυτός που πληγώθηκε προ ολίγου … Dictionary of Greek
ἀρτιχάρακτον — ἀρτιχάρακτος newly graven masc/fem acc sg ἀρτιχάρακτος newly graven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek